ἐσπλεῖ

ἐσπλεῖ
εἰσπλέω
sail into
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
εἰσπλέω
sail into
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εισπλέω — (AM εἰσπλέω και ἐσπλέω) καταπλέω, μπαίνω σε λιμάνι αρχ. 1. πλέω («ἐπ ἀριστερὰ ἐσπλέοντι» στ αριστερά κατὰ τον πλου τού καραβιού) 2. φρ. «οὐδὲν ἐσπλεῑ τισι» τίποτε δεν μπαίνει στο λιμάνι τους, έχει επιβληθεί εμπορικός αποκλεισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”